-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
μούλα — η (Α μούλη, Μ μούλα) θηλυκό μουλάρι, μουλάρα («φτάνει την Ώρια τη σπηλιά σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα», Γρυπάρ.) νεοελλ. μτφ. γυναίκα σωματώδης, χοντροκαμωμένη ή με χοντρούς τρόπους, άξεστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mula, ae, λ. ασιατικής προελεύσεως… … Dictionary of Greek
προβάτα — η, Ν η προβατίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. μουλάρα)] … Dictionary of Greek
μούλα — η (λ. λατ.), το θηλυκό μουλάρι, η μουλάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)